- χρήζω
- χρῄζω, ΝΑ, και χρηϊίζω και επικ. και ιων. τ. χρηΐζω και δωρ. τ. χρῄσδω και δωρ. και μεγαρικός τ. χρῄδδω και χρείζω και σπάν. τ. χρήζω και σε επιγρ. χρηϊέζω Αέχω χρεία, έχω ανάγκη, χρειάζομαι (α. «δε χρήζει τού κύκλου τα στρατέματα», Ερωτόκρ. β. «χρηΐζοντα... ἰητῆρος», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (γενικά) επιθυμώ κάτι πολύ2. (με αιτ. προσ.και αιτ. πράγμ.) παρακαλώ ή επιθυμώ να πράξει κάποιος κάτι3. (με απρμφ.) θέλω να πράξω κάτι4. (με γεν. προσ. και απρμφ.) παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι5. (ποιητ.) δίνω χρησμό, χρησμοδοτώ6. (το αρσ. μτχ. ενεστ.) ὁ χρηΐζωνα) (με σημ. επιθ.) φτωχός, ενδεήςβ) (ως υποθ. μτχ.) i) εάν κάποιος θέλειii) (για θεό) εάν είναι ευμενής7. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ χρῇζονπαράκληση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρή* + ρηματ. κατάλ. -ίζω, πιθ. κατά το χατ-ίζω. Ο τ. απαντά ήδη στον Όμηρο, επικράτησε, όμως, κυρίως στην ιωνική διάλ., ενώ στην τραγική ποίηση απαντά με σημ. «δίνω χρησμό»].
Dictionary of Greek. 2013.